- στιβαρός
- -ή, -ό/ στιβαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ(για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.)αρχ.1. συμπαγής, συμπυκνωμένος2. (για όπλα) στερεός, βαρύς και ογκώδης («ἔγχος... στιβαρόν», Ομ. Ιλ.)3. φρ. α) «στιβαρὰ λέξις» — συμπυκνωμένο λεκτικό, πολύ στρυφνό ύφος (Δίον. Αλ.)β) «στιβαρώτερος λόγος» — ογκωδέστερο βιβλίο (Σωρ.)γ) «γυμνάσια στιβαρώτατα» — βιαιότατα γυμνάσια (Άντυλλ.).επίρρ...στιβαρώς / στιβαρῶς ΝΜΑ και στιβαρά Νμε στιβαρό τρόπομσν.-αρχ.με φιλοπονία, με εργατικότητα («στιβαρῶς καὶ πράως», Βασ.)αρχ.1. ισχυρώς, δυνατά, στερεά («πύλας... πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.)2. βαρέως («βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῡ στιβαρῶς», ΠΔ)3. μτφ. με τρόπο σοβαρό και συνετό («πάσης ὥρας φρόντιζε στιβαρῶς, ὡς Ῥωμαῑος καὶ ἄρρην», Μάρκ. Αυρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- τού στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω», πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχαϊκού ουδ. *στίβ-αρ (πρβλ. βριαρός, σθεναρός). Η σημ. τού επιθ. στιβαρός «συμπιεσμένος, συμπυκνωμένος, συμπαγής», από όπου «δυνατός, ρωμαλέος, μυώδης» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. τής ΙΕ ρίζας τού ρ. στείβω «συσσωρεύω, συμπυκνώνω, συμπιέζω» (βλ. λ. στείβω)].
Dictionary of Greek. 2013.